- παραιθύσσω
- Α(ποιητ. τ.)1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.)2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι», Απολλ. Ρόδ.)3. μτφ. α) (σχετικά με επιδοκιμασία) εγείρω, ξεσηκώνω, προκαλώ («συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν», Πίνδ.)β) (για λέξη) εξέρχομαι τυχαία από το στόμα κάποιου, ξεφεύγω («εἴ τι και φλαῡρον παραιθύσσει», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αἰθυσσω «αναταράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.